ελυμαίνοντο

ελυμαίνοντο
ἐλυμαίνοντο
ἐλῡμαίνοντο , λυμαίνομαι
cleanse from dirt: imperf ind mp 3rd pl

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐλυμαίνοντο — ἐλῡμαίνοντο , λυμαίνομαι cleanse from dirt imperf ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυμαίνω — (AM λυμαίνω) [λύμη] μέσ. λυμαίνομαι επιφέρω όλεθρο, προξενώ φθορά, βλάπτω, καταστρέφω, ρημάζω (α. «οι ληστές λυμαίνονταν την ύπαιθρο» β. «τὴν ἀκρίδα τὴν λυμαινομένην ἡμῶν τοὺς καρπούς», Συνέσ. γ. «οὐχ ὁ θεὸς τὸ σῶμα λυμαίνεται, ἀλλ ἡ νοῡσος»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”